Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongregazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kongregatˈtsjone] 1 διάσκεψη 2 συνέδριο 3 συνέλευση καρδιναλίων 4 σύσκεψη 5 συνάθροιση 6 συνέλευση 7 φόρουμ 8 συνδιάσκεψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |