Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconglobaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konglobaˈmento] 1 σχηματισμός συνδυασμού 2 σβόλιασμα 3 σχηματισμός στρογγυλής μάζας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |