Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congiuràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konʤuˈrare]

1 συνυφαίνω
2 μηχανορραφώ
3 χαλκεύω
4 σκευωρώ
5 συνωμοτώ
6 επιβουλεύομαι
7 ραδιουργώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congiura congiurato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congiuntore (ουσ αρσ )
congiuntura (θηλ.ουσ)
congiunturale (επίθ.)
congiunzione (θηλ.ουσ)
congiura (θηλ.ουσ)
congiurare (ρ.αμτβ.)
congiurato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)
conglobazione (θηλ.ουσ)
conglomerare (ρ. μτβ.)
conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---