Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongiùnto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kondˈʒunto] 1 συγγένεια 2 συγγενής congiùnto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kondˈʒunto] 1 συνδεδεμένος 2 ενωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |