Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congiuntìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʤunˈtiva]

επιπεφυκώς (οφθαλμού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congiuntamente congiuntivale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)
congiuntiva (θηλ.ουσ)
congiuntivale (επίθ.)
congiuntivite (θηλ.ουσ)
congiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
congiunto (ουσ αρσ )
congiunto (επίθ.)
congiuntore (ουσ αρσ )
congiuntura (θηλ.ουσ)
congiunturale (επίθ.)
congiunzione (θηλ.ουσ)
congiura (θηλ.ουσ)
congiurare (ρ.αμτβ.)
congiurato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---