Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congettùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʤetˈtura]

1 δοξασία
2 εικοτολογία
3 πιθανολογία
4 εικασία
5 συμπέρασμα στηριχθέν σε υποθέσεις
6 υπόθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congestizio congetturabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)
congiuntiva (θηλ.ουσ)
congiuntivale (επίθ.)
congiuntivite (θηλ.ουσ)
congiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
congiunto (ουσ αρσ )
congiunto (επίθ.)
congiuntore (ουσ αρσ )
congiuntura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---