Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congestionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konʤestjoˈnare]

1 τυλώνω
2 κορεννύω
3 μπουχτίζω
4 παραγεμίζω
5 συνωστίζομαι
6 υπερπληρώνω
7 επισωρεύω
8 συνωθώ
9 υπερφορτώνω

congestionarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konʤestjoˈnarsi]

1 παραγεμίζω
2 υπερπληρώνομαι
3 συνωστίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congerie congestionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congenere (επίθ.)
congeniale (επίθ.)
congenialità (θηλ.ουσ)
congenito (επίθ.)
congerie (θηλ.ουσ)
congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)
congiuntiva (θηλ.ουσ)
congiuntivale (επίθ.)
congiuntivite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---