Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congenialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʤenjaliˈta]

1 κοινωνικότητα
2 αρμονική συνύπαρξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congeniale congenito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congelató (επίθ.)
congelatore (ουσ αρσ )
congelazione (θηλ.ουσ)
congenere (επίθ.)
congeniale (επίθ.)
congenialità (θηλ.ουσ)
congenito (επίθ.)
congerie (θηλ.ουσ)
congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---