Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congelatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʤelaˈtore]

ο καταψύκτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congelató congelazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congegno (ουσ αρσ )
congelamento (ουσ αρσ )
congelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
congelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
congelató (επίθ.)
congelatore (ουσ αρσ )
congelazione (θηλ.ουσ)
congenere (επίθ.)
congeniale (επίθ.)
congenialità (θηλ.ουσ)
congenito (επίθ.)
congerie (θηλ.ουσ)
congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---