Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congestióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʤesˈtjone]

συμφόρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congestionato congestizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congenito (επίθ.)
congerie (θηλ.ουσ)
congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)
congiuntiva (θηλ.ουσ)
congiuntivale (επίθ.)
congiuntivite (θηλ.ουσ)
congiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
congiunto (ουσ αρσ )
congiunto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---