Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congestionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konʤestjoˈnato]

1 πατικωμένος
2 που παρουσιάζει συμφόρηση
3 συμφορητικός
4 υπερπλήρης
5 γεμάτος ξέχειλα
6 υπερφορτωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congestionarsi congestione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congenialità (θηλ.ουσ)
congenito (επίθ.)
congerie (θηλ.ουσ)
congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)
congiuntiva (θηλ.ουσ)
congiuntivale (επίθ.)
congiuntivite (θηλ.ουσ)
congiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
congiunto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---