Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongestionàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konʤestjoˈnato] 1 πατικωμένος 2 που παρουσιάζει συμφόρηση 3 συμφορητικός 4 υπερπλήρης 5 γεμάτος ξέχειλα 6 υπερφορτωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |