Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congèrie  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈʤɛrje]

1 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων
2 φύρδην μίγδην
3 συλλογή
4 σωρός
5 άθροισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congenito congestionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congelazione (θηλ.ουσ)
congenere (επίθ.)
congeniale (επίθ.)
congenialità (θηλ.ουσ)
congenito (επίθ.)
congerie (θηλ.ουσ)
congestionare (ρ. μτβ.)
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
congestionato (επίθ.)
congestione (θηλ.ουσ)
congestizio (επίθ.)
congettura (θηλ.ουσ)
congetturabile (επίθ.)
congetturale (επίθ.)
congetturare (ρ. μτβ.)
congiungere (ρ. μτβ.)
congiungimento (ουσ αρσ )
congiuntamente (επίρ.)
congiuntiva (θηλ.ουσ)
congiuntivale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---