Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongèrie
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konˈʤɛrje] 1 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων 2 φύρδην μίγδην 3 συλλογή 4 σωρός 5 άθροισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |