Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affacciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) affastellàre (ρ. μτβ.)
affamàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) affaticaménto (ουσ αρσ )
affamàto (ουσ αρσ ) affaticàre (ρ. μτβ.)
affamàto (επίθ.) affaticàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
affamatóre (ουσ αρσ ) affaticàto (επίθ.)
affannàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) affàtto (επίρ.)
affannàrsi (ρ. μ. αμτβ.) affatturàre (ρ. μτβ.)
affannàto (επίθ.) affatturatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
affànno (ουσ αρσ ) affatturatrìce (θηλ.ουσ)
affannosaménte (επίρ.) affé (επιφ.)
affannóso (επίθ.) afferènte (επίθ.)
affardellàre (ρ. μτβ.) affermàbile (επίθ.)
affàre (ουσ αρσ ) affermàre (ρ. μτβ.)
affàrsi (ρ. μ. αμτβ.) affermàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
affarìsmo (ουσ αρσ ) affermatìva (θηλ.ουσ)
affarìsta (ουσ αρσ και θηλ.) affermativaménte (επίρ.)
affarìstico (επίθ.) affermatìvo (επίθ.)
affascinaménto (ουσ αρσ ) affermazióne (θηλ.ουσ)
affascinànte (επίθ.) afferràbile (επίθ.)
affascinàre (ρ. μτβ.) afferràre (ρ. μτβ.)
affascinàto (επίθ.) afferràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
affascinatóre (αρσ. επίθ και ουσ) affettàre (ρ. μτβ.)
affascinatrìce (θηλ.ουσ) affettàto (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinazióne (θηλ.ουσ) affettatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
affastellaménto (ουσ αρσ ) affettatrìce (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: