Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffascinaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affaʃʃinaˈmento] 1 μάγεμα 2 βάσκαμα 3 βασκανία 4 μάτιασμα 5 φτάρμισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |