Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affarìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affaˈrista]

1 λοβιτουρατζής
2 μαυραγορίτης
3 κερδοσκόπος
4 κυβευτής
5 σπεκουλαδόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affarismo affaristico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affannoso (επίθ.)
affardellare (ρ. μτβ.)
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affarismo (ουσ αρσ )
affarista (ουσ αρσ και θηλ.)
affaristico (επίθ.)
affascinamento (ουσ αρσ )
affascinante (επίθ.)
affascinare (ρ. μτβ.)
affascinato (επίθ.)
affascinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinatrice (θηλ.ουσ)
affascinazione (θηλ.ουσ)
affastellamento (ουσ αρσ )
affastellare (ρ. μτβ.)
affaticamento (ουσ αρσ )
affaticare (ρ. μτβ.)
affaticarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
affaticato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---