Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffascinànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [affaʃʃiˈnante] 1 (persona) γοητευτικός (-ή, -ό) 2 (ipotesi, storia, ecc.) συναρπαστικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |