Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffastellaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affastellaˈmento] 1 δεμάτιασμα 2 φύρδην μίγδην 3 μπέρδεμα 4 κυκεώνας 5 σωρός 6 ανακατωσούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |