Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affastellaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affastellaˈmento]

1 δεμάτιασμα
2 φύρδην μίγδην
3 μπέρδεμα
4 κυκεώνας
5 σωρός
6 ανακατωσούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affascinazione affastellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affascinare (ρ. μτβ.)
affascinato (επίθ.)
affascinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinatrice (θηλ.ουσ)
affascinazione (θηλ.ουσ)
affastellamento (ουσ αρσ )
affastellare (ρ. μτβ.)
affaticamento (ουσ αρσ )
affaticare (ρ. μτβ.)
affaticarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
affaticato (επίθ.)
affatto (επίρ.)
affatturare (ρ. μτβ.)
affatturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affatturatrice (θηλ.ουσ)
affé (επιφ.)
afferente (επίθ.)
affermabile (επίθ.)
affermare (ρ. μτβ.)
affermarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---