Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affermàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [afferˈmare]

βεβαίωνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω

affermàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [afferˈmarsi]

1 γίνομαι γνωστός
2 επιβεβαιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affermabile affermativa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affatturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affatturatrice (θηλ.ουσ)
affé (επιφ.)
afferente (επίθ.)
affermabile (επίθ.)
affermare (ρ. μτβ.)
affermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affermativa (θηλ.ουσ)
affermativamente (επίρ.)
affermativo (επίθ.)
affermazione (θηλ.ουσ)
afferrabile (επίθ.)
afferrare (ρ. μτβ.)
afferrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affettare (ρ. μτβ.)
affettato (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatrice (θηλ.ουσ)
affettazione (θηλ.ουσ)
affettivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---