Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffettazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [affettatˈtsjone] 1 υποκρισία 2 επιτήδευση 3 προσποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |