ItalianoGreco


affiancàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affjanˈkare]

1 πλευροκοπώ
2 βοηθώ
3 βάζω πλάι πλάι
4 υπερφαλαγγίζω
5 υποστηρίζω

affiancàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affjanˈkarsi]

βαδίζω πλευρό με πλευρό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---