Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affidàvit  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affiˈdavit]

ένορκη κατάθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affidarsi affienare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affidabile (επίθ.)
affidabilità (θηλ.ουσ)
affidamento (ουσ αρσ )
affidare (ρ. μτβ.)
affidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affidavit (ουσ αρσ )
affienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affievolimento (ουσ αρσ )
affievolire (ρ. μτβ.)
affievolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiggere (ρ. μτβ.)
affilacoltelli (ουσ αρσ )
affilalame (ουσ αρσ )
affilamento (ουσ αρσ )
affilarasoio (ουσ αρσ )
affilare (ρ. μτβ.)
affilarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affilata (θηλ.ουσ)
affilato (επίθ.)
affilatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---