Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affilàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affiˈlato]

(coltello, lama) ακονισμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affilata affilatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affilamento (ουσ αρσ )
affilarasoio (ουσ αρσ )
affilare (ρ. μτβ.)
affilarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affilata (θηλ.ουσ)
affilato (επίθ.)
affilatoio (ουσ αρσ )
affilatrice (θηλ.ουσ)
affilatura (θηλ.ουσ)
affilettare (ρ. μτβ.)
affiliare (ρ. μτβ.)
affiliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiliato (αρσ. επίθ και ουσ)
affiliazione (θηλ.ουσ)
affinamento (ουσ αρσ )
affinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affinato (επίθ.)
affinatoio (ουσ αρσ )
affinatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---