Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffievoliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affjevoliˈmento] 1 ξεθώριασμα 2 εξασθένηση 3 εξασθένηση ραδιοσήματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |