Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affilacoltèlli  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [af,filakolˈtɛlli]

1 ατσάλι που ακονίζουν οι χασάπηδες τα μαχαίρια
2 ακονόπετρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affiggere affilalame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affievolimento (ουσ αρσ )
affievolire (ρ. μτβ.)
affievolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiggere (ρ. μτβ.)
affilacoltelli (ουσ αρσ )
affilalame (ουσ αρσ )
affilamento (ουσ αρσ )
affilarasoio (ουσ αρσ )
affilare (ρ. μτβ.)
affilarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affilata (θηλ.ουσ)
affilato (επίθ.)
affilatoio (ουσ αρσ )
affilatrice (θηλ.ουσ)
affilatura (θηλ.ουσ)
affilettare (ρ. μτβ.)
affiliare (ρ. μτβ.)
affiliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiliato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---