Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affievolìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affjevoˈlire]

1 αδυνατίζω
2 εξασθενώ
3 ατονώ

affievolìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affjevoˈlirsi]

1 μαραίνομαι
2 ξεθωριάζω
3 εξαντλούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affievolimento affiggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affidare (ρ. μτβ.)
affidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affidavit (ουσ αρσ )
affienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affievolimento (ουσ αρσ )
affievolire (ρ. μτβ.)
affievolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiggere (ρ. μτβ.)
affilacoltelli (ουσ αρσ )
affilalame (ουσ αρσ )
affilamento (ουσ αρσ )
affilarasoio (ουσ αρσ )
affilare (ρ. μτβ.)
affilarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affilata (θηλ.ουσ)
affilato (επίθ.)
affilatoio (ουσ αρσ )
affilatrice (θηλ.ουσ)
affilatura (θηλ.ουσ)
affilettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---