Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affiˈdare]

1 αναθέτω
2 (bambino, lavoro) εμπιστεύομαι

affidàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affiˈdarsi]

1 στηρίζομαι σε αξιοπιστία κάποιου
2 εμπιστεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affidamento affidavit  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


affidarsi a qualcuno = βασίζομαι σε κανέναν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affibbiare (ρ. μτβ.)
affibbiatura (θηλ.ουσ)
affidabile (επίθ.)
affidabilità (θηλ.ουσ)
affidamento (ουσ αρσ )
affidare (ρ. μτβ.)
affidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affidavit (ουσ αρσ )
affienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affievolimento (ουσ αρσ )
affievolire (ρ. μτβ.)
affievolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiggere (ρ. μτβ.)
affilacoltelli (ουσ αρσ )
affilalame (ουσ αρσ )
affilamento (ουσ αρσ )
affilarasoio (ουσ αρσ )
affilare (ρ. μτβ.)
affilarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affilata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---