Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affibbiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affibbjaˈtura]

1 καρφίτσα
2 πόρπη
3 κούμπωμα
4 αγκράφα
5 κόπιτσα
6 θηλύκωμα
7 κουμπί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affibbiare affidabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affiatamento (ουσ αρσ )
affiatare (ρ. μτβ.)
affiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiatato (επίθ.)
affibbiare (ρ. μτβ.)
affibbiatura (θηλ.ουσ)
affidabile (επίθ.)
affidabilità (θηλ.ουσ)
affidamento (ουσ αρσ )
affidare (ρ. μτβ.)
affidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affidavit (ουσ αρσ )
affienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affievolimento (ουσ αρσ )
affievolire (ρ. μτβ.)
affievolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiggere (ρ. μτβ.)
affilacoltelli (ουσ αρσ )
affilalame (ουσ αρσ )
affilamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---