Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffidàbile
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [affiˈdabile] (persona) έμπειστος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαun'auto [θηλ.] affidabile = ένα σίγουρο αυτοκίνητο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |