Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affiataménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affjataˈmento]

1 ταίριασμα
2 συνταίριασμα
3 αρμονία
4 κατανόηση
5 συμφωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affiancato affiatare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affezionato (επίθ.)
affezione (θηλ.ουσ)
affiancare (ρ. μτβ.)
affiancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiancato (επίθ.)
affiatamento (ουσ αρσ )
affiatare (ρ. μτβ.)
affiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiatato (επίθ.)
affibbiare (ρ. μτβ.)
affibbiatura (θηλ.ουσ)
affidabile (επίθ.)
affidabilità (θηλ.ουσ)
affidamento (ουσ αρσ )
affidare (ρ. μτβ.)
affidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affidavit (ουσ αρσ )
affienare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affievolimento (ουσ αρσ )
affievolire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---