Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affetˈtsjone]

1 τρυφερότητα
2 στοργή
3 αφοσίωση
4 αγάπη
5 πάθηση
6 προσβολή αρρώστιας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affezionato affiancare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affettuosità (θηλ.ουσ)
affettuoso (επίθ.)
affezionare (ρ. μτβ.)
affezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affezionato (επίθ.)
affezione (θηλ.ουσ)
affiancare (ρ. μτβ.)
affiancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiancato (επίθ.)
affiatamento (ουσ αρσ )
affiatare (ρ. μτβ.)
affiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiatato (επίθ.)
affibbiare (ρ. μτβ.)
affibbiatura (θηλ.ουσ)
affidabile (επίθ.)
affidabilità (θηλ.ουσ)
affidamento (ουσ αρσ )
affidare (ρ. μτβ.)
affidarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---