Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffettàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [affetˈtato] 1 κομμένος σε φέτες 2 προσποιητός 3 εξεζητημένος 4 επίπλαστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |