Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affettìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affetˈtivo]

συναισθηματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affettività affetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatrice (θηλ.ουσ)
affettazione (θηλ.ουσ)
affettivamente (επίρ.)
affettività (θηλ.ουσ)
affettivo (επίθ.)
affetto (ουσ αρσ )
affetto (επίθ.)
affettuosamente (επίρ.)
affettuosità (θηλ.ουσ)
affettuoso (επίθ.)
affezionare (ρ. μτβ.)
affezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affezionato (επίθ.)
affezione (θηλ.ουσ)
affiancare (ρ. μτβ.)
affiancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affiancato (επίθ.)
affiatamento (ουσ αρσ )
affiatare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---