Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affettatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [affettaˈtore]

1 συσκευή που κόβει σε φέτες
2 σπάτουλα για μπογιά ή μελάνι
3 μαχαίρι σπάτουλα για ψάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affettato affettatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afferrabile (επίθ.)
afferrare (ρ. μτβ.)
afferrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affettare (ρ. μτβ.)
affettato (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatrice (θηλ.ουσ)
affettazione (θηλ.ουσ)
affettivamente (επίρ.)
affettività (θηλ.ουσ)
affettivo (επίθ.)
affetto (ουσ αρσ )
affetto (επίθ.)
affettuosamente (επίρ.)
affettuosità (θηλ.ουσ)
affettuoso (επίθ.)
affezionare (ρ. μτβ.)
affezionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affezionato (επίθ.)
affezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---