Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόafferràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [afferˈrare] 1 αρπάζω 2 (concetto) πιάνω afferràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [afferˈrarsi] γραπόνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |