Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affermatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affermaˈtivo]

καταφατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affermativamente affermazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affermabile (επίθ.)
affermare (ρ. μτβ.)
affermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affermativa (θηλ.ουσ)
affermativamente (επίρ.)
affermativo (επίθ.)
affermazione (θηλ.ουσ)
afferrabile (επίθ.)
afferrare (ρ. μτβ.)
afferrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affettare (ρ. μτβ.)
affettato (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatrice (θηλ.ουσ)
affettazione (θηλ.ουσ)
affettivamente (επίρ.)
affettività (θηλ.ουσ)
affettivo (επίθ.)
affetto (ουσ αρσ )
affetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---