Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [afˈfɛtto] η στοργή affètto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [afˈfɛtto] προσβεβλημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |