Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affé  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [afˈfe]

αλήθεια!


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affatturatrice afferente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affaticato (επίθ.)
affatto (επίρ.)
affatturare (ρ. μτβ.)
affatturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affatturatrice (θηλ.ουσ)
affé (επιφ.)
afferente (επίθ.)
affermabile (επίθ.)
affermare (ρ. μτβ.)
affermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affermativa (θηλ.ουσ)
affermativamente (επίρ.)
affermativo (επίθ.)
affermazione (θηλ.ουσ)
afferrabile (επίθ.)
afferrare (ρ. μτβ.)
afferrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affettare (ρ. μτβ.)
affettato (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---