Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


afferènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affeˈrɛnte]

1 μεταφέρων ώση προς νευρικό κέντρο
2 προσαγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affé affermabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affatto (επίρ.)
affatturare (ρ. μτβ.)
affatturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affatturatrice (θηλ.ουσ)
affé (επιφ.)
afferente (επίθ.)
affermabile (επίθ.)
affermare (ρ. μτβ.)
affermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affermativa (θηλ.ουσ)
affermativamente (επίρ.)
affermativo (επίθ.)
affermazione (θηλ.ουσ)
afferrabile (επίθ.)
afferrare (ρ. μτβ.)
afferrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affettare (ρ. μτβ.)
affettato (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affettatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---