Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affascinatrìce
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affaʃʃinaˈtriʧe]

γόησσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affascinatore affascinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affascinamento (ουσ αρσ )
affascinante (επίθ.)
affascinare (ρ. μτβ.)
affascinato (επίθ.)
affascinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinatrice (θηλ.ουσ)
affascinazione (θηλ.ουσ)
affastellamento (ουσ αρσ )
affastellare (ρ. μτβ.)
affaticamento (ουσ αρσ )
affaticare (ρ. μτβ.)
affaticarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
affaticato (επίθ.)
affatto (επίρ.)
affatturare (ρ. μτβ.)
affatturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affatturatrice (θηλ.ουσ)
affé (επιφ.)
afferente (επίθ.)
affermabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---