Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affaticaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affatikaˈmento]

1 κόπωση
2 κούραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affastellare affaticare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affascinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinatrice (θηλ.ουσ)
affascinazione (θηλ.ουσ)
affastellamento (ουσ αρσ )
affastellare (ρ. μτβ.)
affaticamento (ουσ αρσ )
affaticare (ρ. μτβ.)
affaticarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
affaticato (επίθ.)
affatto (επίρ.)
affatturare (ρ. μτβ.)
affatturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affatturatrice (θηλ.ουσ)
affé (επιφ.)
afferente (επίθ.)
affermabile (επίθ.)
affermare (ρ. μτβ.)
affermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affermativa (θηλ.ουσ)
affermativamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---