Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffarìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affaˈrizmo] 1 σπέκουλα 2 επιδίωξη κέρδους με αθέμιτα μέσα 3 αδίστακτες δοσοληψίες 4 κερδοσκοπία 5 σπεκουλάρισμα 6 σπεκουλάτσια 7 κυβεία 8 λοβιτούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |