Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [afˈfare]

1 η ασχολία, η υπόθεση
2 (aggeggio) το μαραφέτι

affàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [afˈfarsi]

1 ταιριάζει
2 αρμόζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affardellare affarismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gli affari = οι δουλειές [f.] || fatti gli affari tuoi = κάτσε στ' αυγά σου || viaggio [αρσ.] d'affari = το ταξίδι για δουλειές, το επαγγελματικό ταξίδι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affannato (επίθ.)
affanno (ουσ αρσ )
affannosamente (επίρ.)
affannoso (επίθ.)
affardellare (ρ. μτβ.)
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affarismo (ουσ αρσ )
affarista (ουσ αρσ και θηλ.)
affaristico (επίθ.)
affascinamento (ουσ αρσ )
affascinante (επίθ.)
affascinare (ρ. μτβ.)
affascinato (επίθ.)
affascinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinatrice (θηλ.ουσ)
affascinazione (θηλ.ουσ)
affastellamento (ουσ αρσ )
affastellare (ρ. μτβ.)
affaticamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---