Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affànno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [afˈfanno]

1 λαχάνιασμα
2 δύσπνοια
3 άσθμα
4 πνευστίαση
5 ξεφύσημα
6 αγκομαχητό
7 αδημονία
8 ανησυχία
9 κομμένη ανάσα
10 ενόχληση
11 σκοτούρα
12 νευρικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affannato affannosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affamato (επίθ.)
affamatore (ουσ αρσ )
affannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affannato (επίθ.)
affanno (ουσ αρσ )
affannosamente (επίρ.)
affannoso (επίθ.)
affardellare (ρ. μτβ.)
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affarismo (ουσ αρσ )
affarista (ουσ αρσ και θηλ.)
affaristico (επίθ.)
affascinamento (ουσ αρσ )
affascinante (επίθ.)
affascinare (ρ. μτβ.)
affascinato (επίθ.)
affascinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
affascinatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---