Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affamàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affaˈmato]

1 πεινασμένος άνθρωπος
2 άνθρωπος που πεθαίνει από την πείνα

affamàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affaˈmato]

πεινασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affamare affamatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affaccendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affaccendato (επίθ.)
affacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affamato (ουσ αρσ )
affamato (επίθ.)
affamatore (ουσ αρσ )
affannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affannato (επίθ.)
affanno (ουσ αρσ )
affannosamente (επίρ.)
affannoso (επίθ.)
affardellare (ρ. μτβ.)
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affarismo (ουσ αρσ )
affarista (ουσ αρσ και θηλ.)
affaristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---