Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affamàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affaˈmare]

1 πεινώ
2 πεθαίνω από πείνα
3 λιμοκτονώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affacciarsi affamato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affaccendamento (ουσ αρσ )
affaccendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affaccendato (επίθ.)
affacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affamato (ουσ αρσ )
affamato (επίθ.)
affamatore (ουσ αρσ )
affannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affannato (επίθ.)
affanno (ουσ αρσ )
affannosamente (επίρ.)
affannoso (επίθ.)
affardellare (ρ. μτβ.)
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affarismo (ουσ αρσ )
affarista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---