Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affacciàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affatˈʧare]

1 αποτολμώ
2 με απασχολεί
3 βγάζω στο παράθυρο (σπάνιο)
4 εκφράζω
5 διατυπώνω
6 εκδηλώνω

affacciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affatˈʧarsi]

προβάλλομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affaccendato affamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affabilità (θηλ.ουσ)
affabilmente (επίρ.)
affaccendamento (ουσ αρσ )
affaccendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affaccendato (επίθ.)
affacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affamato (ουσ αρσ )
affamato (επίθ.)
affamatore (ουσ αρσ )
affannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affannato (επίθ.)
affanno (ουσ αρσ )
affannosamente (επίρ.)
affannoso (επίθ.)
affardellare (ρ. μτβ.)
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---