Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affabiliˈta]

1 ευγένεια
2 προσήνεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affabile affabilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

afagia (θηλ.ουσ)
afasia (θηλ.ουσ)
afelio (ουσ αρσ )
aferesi (θηλ.ουσ)
affabile (επίθ.)
affabilità (θηλ.ουσ)
affabilmente (επίρ.)
affaccendamento (ουσ αρσ )
affaccendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affaccendato (επίθ.)
affacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affamato (ουσ αρσ )
affamato (επίθ.)
affamatore (ουσ αρσ )
affannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
affannato (επίθ.)
affanno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---