Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffaccendaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [affatʧendaˈmento] 1 μόχθος 2 ασχολία επίπονη 3 φασαρία και ζωηρότητα 4 αναταραχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |