Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendìce (θηλ.ουσ) peninsulàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pendìo (ουσ αρσ ) penìsola (θηλ.ουσ)
pèndola (θηλ.ουσ) penitènte (ουσ αρσ )
pendolàre (επίθ.) penitènte (επίθ.)
pendolàre (ρ.αμτβ.) penitènza (θηλ.ουσ)
pendolarità (θηλ.ουσ) penitenziàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pendolìno (ουσ αρσ ) penitenziàrio (ουσ αρσ )
pèndolo (ουσ αρσ ) penitenziàrio (επίθ.)
pendóne (ουσ αρσ ) penitenzière (ουσ αρσ )
pèndulo (επίθ.) penitenzierìa (θηλ.ουσ)
pène (ουσ αρσ ) pénna (θηλ.ουσ)
pènero (ουσ αρσ ) pennacchièra (θηλ.ουσ)
penetràbile (επίθ.) pennàcchio (ουσ αρσ )
penetrabilità (θηλ.ουσ) pennacchiùto (επίθ.)
penetràle (αρσ. επίθ και ουσ) pennaiòlo (ουσ αρσ )
penetraménto (ουσ αρσ ) pennarèllo (ουσ αρσ )
penetrànte (επίθ.) pennàto (ουσ αρσ )
penetrànza (θηλ.ουσ) pennàto (επίθ.)
penetràre (ρ.αμτβ.) pennatosètto (επίθ.)
penetràre (ρ. μτβ.) pennécchio (ουσ αρσ )
penetratìvo (επίθ.) pennellàre (ρ. μτβ.)
penetrazióne (θηλ.ουσ) pennellàta (θηλ.ουσ)
penicillìna (θηλ.ουσ) pennellatùra (θηλ.ουσ)
penicìllio (ουσ αρσ ) pennelleggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
penicìllo (ουσ αρσ ) pennelléssa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: