Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpenetràre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrare] 1 εισχωρώ 2 (figurato) μπαίνω μέσα penetràre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrare] 1 διατρυπώ 2 εισδύω σε βάθος 3 ερευνώ εξονυχιστικά 4 εμποτίζω 5 διαπερνώ 6 εμβαθύνω 7 τρυπώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |